καταρτεία

καταρτεία
καταρτ-εία or [suff] καταρτ-ία, ,
A = ἐξαρτία, PSI9.1030.6 (ii A. D.), POxy.1208.14 (iii A.D.); written [full] καταρθία and [suff] καταρτ-εία PLond.3.1164 (h) 17,25 (iii A.D.), PSI9.1072.10 (iii A.D.).
II v.l. for -άρτιος, Artem.2.53.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εξαρτίζω — (AM ἐξαρτίζω) [αρτίζω] μσν. νεοελλ. εφοδιάζω κάτι και ειδικότερα πλοίο ή στόλο με όλα τα απαραίτητα εξαρτήματα, αρματώνω, εξοπλίζω αρχ. 1. κάνω κάτι άρτιο, τέλειο, συμπληρώνω 2. παρασκευάζω, ετοιμάζω («ἵνα ἄρτιος ᾖ ὁ τοῡ θεοῡ ἄνθρωπος, πρὸς πᾱν… …   Dictionary of Greek

  • καταρτία — καταρτία, ἡ (AM, Α και καταρτεία και καταρθία και καταρθεία) μσν. κατάρτι, δοκάρι αρχ. εξαρτία*, εξοπλισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένο θηλ. τού επιθ. κατ άρτιος «αυτός που προσαρμόζεται» < κατ(α) * + ἄρτιος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”