- καταρτεία
- καταρτ-εία or [suff] καταρτ-ία, ἡ,A = ἐξαρτία, PSI9.1030.6 (ii A. D.), POxy.1208.14 (iii A.D.); written [full] καταρθία and [suff] καταρτ-εία PLond.3.1164 (h) 17,25 (iii A.D.), PSI9.1072.10 (iii A.D.).II v.l. for -άρτιος, Artem.2.53.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.